ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΣΤΗΝ Ι.ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΗ ΑΘΗΝΩΝ [4 Μαΐου 2001]
“Ευχόμεθα, η επίσκεψίς Σας να αποτελέση απαρχήν θετικών εξελίξεων εις την μεγάλην υπόθεσιν της των πάντων ενώσεως και να αποβή εις δόξαν Θεού.” (Αρχιεπίσκοπος κ. Χριστόδουλος) |
Προσφώνηση της Α.Μ. κ. κ. Χριστοδούλου Αρχιεπισκόπου
Αθηνών και πάσης Ελλάδος
προς την Α.Α. τον Πάπα Iωάννη-Παύλο Β’
Αρχιεπισκοπικό Μέγαρο, 4 Μαΐου 2001
Αγιώτατε Πάπα Ρώμης, καλώς ήλθατε!
Αισθανόμεθα ιδιαιτέραν τιμήν διότι ο Προκαθήμενος της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας εξέφρασε την επιθυμίαν να επισκεφθή τον Προκαθήμενον της εν Ελλάδι Ορθοδόξου Εκκλησίας κατά την διάρκειαν της προσκυνηματικής επισκέψεως του εις την πατρίδα μας. Το προσκύνημα τούτο συγκινεί ασφαλώς, διότι κέντρον της επισκέψεως ταύτης τίθεται ο Απόστολος Παύλος, ο ιδρυτής της Εκκλησίας μας. Το κήρυγμά του προς τους Αθηναίους έθεσε τας βάσεις της πνευματικής ταυτότητος όλων των χριστιανικών λαών, και δη των ευρωπαϊκών. Δι’ αυτού του κηρύγματος μάς απεκαλύφθη η δωρεά της αγάπης του Θεού και η εν Χριστώ λύτρωσίς μας. Πράγματι “έτι αμαρτωλών όντων ημών Χριστός υπέρ ημών απέθανεν. Πολλώ ουν μάλλον δικαιωθέντες νυν εν των αίματι αυτού σωθησόμεθα δι’ αυτού από της οργής. Ει γαρ εχθροί όντες κατηλλάγημεν τω Θεώ δια του θανάτου του υιού αυτού, πολλώ μάλλον καταλλαγέντες σωθησόμεθα εν τη ζωή αυτού” (Ρωμ. 5, 8-10).
Δια πρώτην φοράν εις την ιστορίαν, Πάπας Ρώμης επισκέπτεται τας Αθήνας. Χαιρόμεθα διά το γεγονός. Αλλά η χαρά μας επισκιάζεται εκ του γεγονότος της διαιρέσεώς μας. Λόγοι δογματικοί και εκκλησιολογικοί, υφιστάμενοι υπέρ την χιλιετίαν, δηλητηριάζουν την ατμόσφαιραν και αναιρούν τας απαραιτήτους συνθήκας, υπό τας οποίας θα ηδύνατο η επίσκεψίς Σας να είναι καρποφόρος και αποτελεσματική.
Ήρθησαν, βεβαίως, τα αναθέματα, Χάριτι Kυρίου· δεν ήρθησαν όμως ακόμη αι αιτίαι αι οποίαι τα προεκάλεσαν. Παρά ταύτα η Εκκλησία της Ελλάδος επιθυμεί να Σας απευθύνη δι’ εμού λόγον αγάπης και αληθείας, μακράν συμβατικών φιλοφρονήσεων, διότι πιστεύει ότι μόνον “αληθεύοντες εν αγάπη” (Eφεσ. δ, 15), και ομολογούντες τα λάθη μας δικαιούμεθα να ελπίζωμεν ότι θα φθάσωμεν εις την ενότητα της πίστεως.
Αγιώτατε,
ευλόγως λοιπόν, μέγα μέρος του πληρώματος της Εκκλησίας της Ελλάδος αντιτίθεται εις την παρουσίαν Σας, μολονότι ο Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός, εκφράζων την παράδοσίν μας, είπεν προσφωνών εν Φερράρα το έτος 1438 τον Πάπαν Ευγένιον τον Δ’: “ουκ ανέχεται η κεφαλή Χριστός ο Θεός… τον της αγάπης δεσμόν εξ ημών ανηρήσθαι παντάπασιν” (P.O.xvii, 198). Όμως δεν είναι αρετή η περιφρόνησις των αντιτιθεμένων, ούτε σωφροσύνη η αποσιώπησις του φρονήματός των.
Αυτού του λαού τας αντιδράσεις επιθυμούμεν να διερμηνεύσωμεν, επειδή η επίσκεψίς Σας εις την πόλιν των Αθηνών λειτουργεί ως εξαίρετον ερέθισμα “ανακαθάρσεως της εκκλησιαστικής μνήμης” εκ των τραυματικών εμπειριών, εκ της αφιλαδέλφου συμπεριφοράς του χριστιανικού κόσμου της Δύσεως προς τους Ορθοδόξους Λαούς καθ’ όλην την από του μεγάλου Σχίσματος (1054) περίοδον της β’ χιλιετίας. Αι αντιδράσεις δε αυταί εκφράζουν όχι μόνον την ρητήν κατάκρισιν των απαραδέκτων βιαιοτήτων εις βάρος των εμπεριστάτων ορθοδόξων λαών, αλλά και την αξίωσιν της ορθοδόξου συνειδήσεως δια την επίσημον αποδοκιμασίαν των κατά καιρούς αδίκων εις βάρος των εκδηλώσεων της χριστιανικής Δύσεως, η οποία θα διηυκόλυνε την προώθησιν πνεύματος εποικοδομητικού διαλόγου εις τας διμερείς μας σχέσεις. Ο δε Ορθόδοξος Ελληνικός Λαός βιώνει εντονώτερον των άλλων ορθοδόξων λαών τας τραυματικάς εμπειρίας, εις τε την εκκλησιαστικήν του συνείδησιν και την εθνικήν του μνήμην, διότι παραμένουν εισέτι χαίνουσαι αι πληγαί αι οποίαι επηνέχθησαν εις το ακμαίον σώμα αυτού, ως είναι τοις πάσι γνωστόν, υπό τε της καταστρεπτικής μανίας των Σταυροφόρων και της Φραγκοκρατίας, αλλά και υπό της αθεμίτου δράσεως της λατινικής Ουνίας. Και όμως ούτε ένας έστω λόγος συγγνώμης δεν ηκούσθη μέχρι τώρα!
Πράγματι, πολλάκις, μέσα εις την ιστορίαν, ο Λαός μας διεπίστωσε μετά πικρίας ότι η ισχυρά Εκκλησία της Ρώμης τον ηρνήθη εις δυσκόλους στιγμάς, πολλάκις ησθάνθη ότι του κατεπίεσε την εκκλησιαστικήν του συνείδησιν, και ότι τόν ηδίκησε και εις αυτά τα εθνικά του ζητήματα. Δεν θα ωφελούσε τώρα η παράθεσις περιστατικών, είτε όσων ανήκουν εις την ιστορίαν, είτε όσων συνεχίζουν να αποτελούν έλκη εις το ιστορικόν σώμα της Εκκλησίας, όπως π.χ. το πρόβλημα της Ουνίας, το οποίον αποτελεί επ’ εσχάτων την βασικήν αιτίαν της αγκυλώσεως τού Θεολογικού μεταξύ Ρωμαιοκαθολικών και Ορθοδόξων διαλόγου. Εκείνο το οποίον έχει σημασίαν, είναι ότι αναμένομεν από Σας, ένα τολμηρόν λόγον, περιμένομεν από τα χείλη Σας λόγον χριστιανού Επισκόπου απευθυνόμενον εις την καρδίαν μας. Αυτός Σας ο λόγος θα πρέπει να θέση τον θεμέλιον λίθον επί του οποίου θα οικοδομηθή η κατανόησις, η συγγνώμη και η καταλλαγή.
Και βεβαίως, ο τολμηρός ούτος λόγος Σας δεν πρόκειται να επιλύση αυτομάτως τας δογματικάς και εκκλησιολογικάς μας διαφοράς.
Τούτο θα επιτευχθή με την Χάριν του Θεού δια του ειλικρινούς Θεολογικού διαλόγου, όστις ήδη διεξάγεται, μετ’ εμποδίων, κατά την τελευταίαν εικοσαετίαν. Όμως, ο εν αληθεία διάλογος μεταξύ Ρωμαιοκαθολικής καί Ορθοδόξου Εκκλησίας, οφείλει να βασισθή εις την κοινήν Αποστολικήν Πίστιν της αδιαιρέτου Εκκλησίας των 7 Οικουμενικών Συνόδων και εις την ακαινοτόμητον πατερικήν μας παράδοσιν. “Ζητούμεν”, λοιπόν, μετά του ιερού πατρός μας Αγίου Μάρκου Εφέσου του Ευγενικού – “και παρακαλούμεν επανελθείν εις εκείνον τον καιρόν καθ’ ον, ηνωμένοι όντες, το αυτό πάντες ελέγομεν και ουκ ην εν ημίν σχίσμα” (Acta Graecorum σ. 53).
Εις την κοινήν ταύτην πορείαν έχομεν λαμπρά παραδείγματα τους θεοφόρους Πατέρας της Εκκλησίας της πρώτης χιλιετίας της τε Ανατολής και της Δύσεως, οίτινες εφώτισαν και συνεχίζουν να φωτίζουν λόγω και έργω την πνευματικήν πορείαν της Εκκλησίας εν τω κόσμω. Ούτως ανέδειξαν εαυτούς ου μόνον λαμπρόν υπόδειγμα απροϋποθέτου προτάξεως του μείζονος συμφέροντος της Εκκλησίας του Θεού έναντι πάσης προσωπικής ή άλλης ενδοκοσμικής σκοπιμότητος, αλλά και αμετάθετον διαχρονικόν κριτήριον δια την συνεχή επιβεβαίωσιν της υγιούς λειτουργίας της εκκλησιαστικής μνήμης.
Η Υμετέρα Αγιότης εκπροσωπούσα την δισχιλιετή ιστορικήν πορείαν της Δυτικής χριστιανοσύνης, γνωρίζει καλώς την μεγάλην και ανεκτίμητον προσφοράν των Αγίων Ελλήνων Πατέρων της Ανατολής εις την διαμόρφωσιν της πενυματικής κληρονομίας του χριστιανικού κόσμου της Δύσεως, ως λ.χ. των Μ. Αθανασίου, Μ. Βασιλείου, Γρηγορίου του Θεολόγου, Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Ειρηναίου Λουγδούνου, Μαξίμου του Ομολογητού, κ.ά., άνευ των οποίων θα ήτο δυσχερής ή και αδύνατος η θεμελίωσις της όλης παραδόσεως της Δύσεως, ως τούτο συνάγεται και εκ των διακηρύξεων της Β’ Βατικανής Συνόδου (1962-1965) περί των σχέσεων της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας προς την Ορθόδοξον Εκκλησίαν. Ούτως και η Υμετέρα Αγιότης εις την πρόσφατον Εγκύκλιον Αυτής “Ut unum sint”, επρότεινε την επί τη βάσει της πατερικής και της γενικωτέρας εκκλησιαστικής παραδόσεως της πρώτης χιλιετίας, θεολογικήν αντιμετώπισιν όλων των παραδεδομένων διαφορών, αι οποίαι προεκάλεσαν την διακοπήν της εκκλησιαστικής παραδόσεως της πρώτης χιλιετίας, θεολογικήν αντιμετώπισιν όλων των παραδεδομένων διαφορών, αι οποίαι προεκάλεσαν την διακοπήν της εκκλησιαστικής κοινωνίας αυτών.
Η Υμετέρα Αγιότης γνωρίζει επίσης καλώς, ότι η Ορθόδοξος Εκκλησία, εχομένη στερρώς της κοινής Παραδόσεως της πρώτης χιλιετίας, βιοί το όλον μυστήριον της εν Χριστώ Θείας Οικονομίας κατ’ εξοχήν εν τη Θεία Ευχαριστία, όχι ως ανάμνησιν απλώς, αλλ’ ως φανέρωσιν διηνεκή του Αγίου Πνεύματος, το οποίον όλον συγκροτεί τον θεσμόν της Εκκλησίας. Ένηχος δε διαφυλάσσεται εν αυτή η φωνή και των Πατέρων της Δύσεως, ως λ.χ. των Κυπριανού Καρχηδόνος, Αμβροσίου Μεδιολάνων, Αυγουστίνου Ιππώνος, Λέοντος Ρώμης, Γρηγορίου Διαλόγου, Μαρτίνου Πάπα Ρώμης του Ομολογητού κ.ά. δι’ ης εκρατύνθη η κοινωνία της πίστεως εν τω συνδέσμω της αγάπης. Νοσταλγούμεν κατά ταύτα να επανέλθωμεν εις αυτήν την ενότητα. Και εφεξής “σπουδάζοντες τηρείν την ενότητα του Πνεύματος εν των συνδέσμω της ειρήνης” να φθάσωμεν να ομολογούμεν οι πάντες “εν σώμα και εν πνεύμα, καθώς και εκλήθημεν εν μια ελπίδι της κλήσεως ημών. Εις Κύριος, μία πίστις, εν βάπτισμα, εις Θεός και Πατήρ πάντων, ο επί πάντων και διά πάντων και εν πάσιν ημίν”. (Εφεσ. 4, 3-6).
Ευσχημόνως περιπατούντες, επιθυμούμεν να εργασθώμεν με την ευλογίαν του Κυρίου, εις την διαμόρφωσιν της Ηνωμένης Ευρώπης. Χαιρετίζομεν το γεγονός ότι και Υμείς ανεγνωρίσατε την φωτιστικήν και εκπολιτιστικήν δράσιν εις την Ευρώπην των εκ Μακεδονίας Ελλήνων Αγίων μας, Κυρίλλου και Μεθοδίου. Ήλθε πλέον η ώρα να εργασθώμεν από κοινού ώστε να υποδεχθώμεν τους Σλάβους αδελφούς μας, τους Βαλτικούς Λαούς και τους άλλους Ευρωπαϊκούς Ορθοδόξους και μη, καθώς και την Κύπρον, εις την αγκάλην της Ηνωμένης Ευρώπης.
Σημειωτέον ότι, παρά το γεγονός ότι η Αποστολική νήσος Κύπρος στενάζει επί τέταρτον αιώνος από βάρβαρον διχοτόμησιν, θύμα ωμής εθνικής καθάρσεως, έχουσα εκατόμβην νεκρών και αγνοουμένων μαρτύρων της ελευθερίας, ζώσα δε συνεχείς βανδαλισμούς και λεηλασίας των περικαλλών χριστιανικών μνημείων της, δεν έχει ακούσει ακόμη, ούτε μίαν έστω δήλωσιν συμπαθείας εκ μέρους Σας, Αγιώτατε Πάπα, μολονότι συνεχείς (και εύλογοι) είναι αι παρεμβάσεις Σας υπέρ διαφόρων Λαών του πλανήτου μας.
Ήλθεν, πάντως, η ώρα να συντονίσωμεν τας προσπάθειάς μας δια να παραμείνη η Ευρώπη, μια χώρα χριστιανική, μακράν της διαφαινομένης τάσεως μετατροπής των Κρατών της εις Κράτη αθεϊκά (etat laique), απαρνηθέντα την χριστιανικήν των ταυτότητα. Ήλθεν η ώρα να εργασθώμεν δια μίαν Ηνωμένην Ευρώπην, ήτις σέβεται τας μειονότητας, αλλά και την ελευθερίαν κάθε Λαού, να διατηρήση την πίστιν, την γλώσσαν, την παιδείαν και την παράδοσίν του, με ένα λόγον την πνευματικήν του ταυτότητα.
Έχοντες πάντοτε κατά νουν το Θέλημά Του, θα εργασθώμεν, όχι δια να αυξήσωμεν την επιρροήν της μιας Εκκλησίας εις βάρος της άλλης, ούτε δια να στερεώσωμεν την υπεροχήν μας με βάσιν κοσμικά κριτήρια, ξένα προς την πνευματικότητά μας, αλλά δια να χαλιναγωγήσωμεν την λαιμαργίαν της αδικίας, να ανακουφίσωμεν τον πόνον των τέκνων του Θεού, να προσφέρωμεν εις τον άνθρωπον του 21ου αιώνος το εν Ευαγγέλιον της Ζωής, της Χάριτος και της Ελευθερίας. Δια να προβάλωμεν την ελπίδα της πίστεως εις τον πλημμυρισμένον από υλικά αγαθά και τεχνολογικάς κατακτήσεις σύγχρονον άνθρωπον, τον παρά ταύτα δεινώς δοκιμαζόμενον από την απουσίαν της ελπίδος, της εσωτερικής γαλήνης και της βεβαιότητος.
Αγιώτατε,
Ευχόμεθα εκ βάθους καρδίας να έχετε εις την πατρίδα μας ευλογημένην διαμονήν. Ακόμη περισσότερον ευχόμεθα, η επίσκεψίς Σας να αποτελέση απαρχή θετικών εξελίξεων εις την μεγάλην υπόθεσιν της των πάντων ενώσεως και να αποβή εις δόξαν Θεού.
Αμήν